- εὔπιστος
- εὔπιστοςtrustworthymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπιστος — η, ο (Α εὔπιστος, ον) 1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος 2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος αρχ. 1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος 2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
εύπιστος — η, ο 1. ευκολόπιστος, αυτός που εύκολα πιστεύει σε κάτι. 2. άκριτος, απλοϊκός, αφελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπίστως — εὔπιστος trustworthy adverbial εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστον — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc sg εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπιστόταται — εὔπιστος trustworthy fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπιστότατοι — εὔπιστος trustworthy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπίστοις — εὔπιστος trustworthy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπίστους — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστα — εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστοι — εὔπιστος trustworthy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)